- αδυναμώ
- ἀδυναμῶ (-έω) (Α) [ἀδύναμος]είμαι αδύναμος, μού λείπει η δύναμη, η ικανότητα για κάτι, αδυνατώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδυνάμῳ — ἀδύναμος weak masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδύναμος — η, ο (Α ἀδύναμος, ον) αυτός που δεν έχει σωματική και ψυχική αντοχή, ο αδύνατος νεοελλ. ισχνός, άπαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δύναμις. ΠΑΡ. ἀδυναμία αρχ. ἀδυναμῶ νεοελλ. aδvναμιάζω, αδυναμίζω, αδυναμώνω] … Dictionary of Greek